- γαιανθρακωρυχείο
- τοτο ανθρακωρυχείο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + ορυχείο. Η λ. γαιανθρακωρυχείον μαρτυρείται από το 1855 στο περιοδικό σύγγραμμα Ευτέρπη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαιανθρακωρυχείο — το ορυχείο γαιανθράκων, ανθρακωρυχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάλκος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πηλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το πηλός / πᾱλός (πρβλ. λιθουαν. pelke «γαιανθρακωρυχείο»)] … Dictionary of Greek